- φάσμα
- το, -ατος1. ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο, το όραμα.2. φάντασμα, οπτασία, εικόνα πεθαμένου που εμφανίζεται σε ζωντανούς: Το φάσμα του πατέρα του Άμλετ.3. μτφ., απειλή ή κίνδυνος που προσωποποιείται και πλησιάζει: Το φάσμα του πολέμου. – Το φάσμα της πείνας.4. είδωλο, ομοίωμα, απεικόνισμα.5. τερατώδες φαινόμενο, τέρας, θαύμα.6. (φυσ.), η σειρά των χρωμάτων στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως, όταν περνάει από κρυσταλλικό πρίσμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.